lophidae

  • 1λόφιος — ο ζωολ. γένος λοφιόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας lophidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophius < νεολατ. lophius < λόφος] …

    Dictionary of Greek