kurkānu

  • 1crocus — noun (plural crocuses) Etymology: Middle English, the saffron plant, from Latin, from Greek krokos, of Semitic origin; akin to Akkadian kurkānū saffron Date: 14th century 1. a. plural also crocus or …

    New Collegiate Dictionary

  • 2κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …

    Dictionary of Greek