kapasija

  • 1κάρπασον — κάρπασον, τὸ (Α) 1. το φυτό λευκός ελλέβορος 2. ο δηλητηριώδης χυμός τού ελλέβορου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για δάνεια, πιθ. μεσογειακή, λέξη όπως επιβεβαιώνεται από την εναλλαγή s και th οδοντικού: Καρπασία / Κάρπαθος (πρβλ. λατ.… …

    Dictionary of Greek