fascis

  • 111fascine — (fa si n ) s. f. Sorte de fagots dont on se sert pour combler les fossés d une place, pour épauler des batteries, ou pour accommoder de mauvais chemins. •   Les chevaux de frise arrachés, la terre éboulée, les troncs et les branches d arbre qu on …

    Dictionnaire de la Langue Française d'Émile Littré

  • 112CAPIBREVIUM — scripturarum fascis, in quo breviter bonorum capita notantur, Dominico Macro: e quo vocabulo Cabreum Equites Melitenses fecerunt, quibus id significat inventarium bonorum stabilium alicuius Commendae, cum eiusdem ichnographia, arearum scil. et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 113MANNAE — apud Hesych., sunt fasces. Unde Mannae Magistrales, virgarum fasces, quas Paedagogi et Magistri literarii pueris intentant. Flav. Vopiscus in Tacito c. 6. Qui quid sit Res publ. nesciat, nutritorem timeat, respiciat ad nutricem, mannarum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 114βάσκανος — η, ο (AM βάσκανος, ον) 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα») 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει αρχ. 1. κακολόγος, υβριστής 2. συκοφάντης, διαβολεύς 3. μάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος… …

    Dictionary of Greek

  • 115φάσκης — Α δέσμες ράβδων με πέλεκυ στην μέση, τις οποίες κρατούσαν οι Ρωμαίοι ραβδούχοι ως σύμβολο ισχύος και εξουσίας για τιμωρία, όταν πορεύονταν μπροστά από βασιλείς, υπάτους και άλλους άρχοντες για την εκτέλεση θανατικής ποινής («ἀπέδειξεν ἑαυτῷ… …

    Dictionary of Greek

  • 116φάσκος — (I) ο, ΝΜΑ, και σφάκος Α άλλη, κοινή σήμερα, ονομασία τής φασκομηλιάς, ο ελελίφασκος τού Διοσκορίδη αρχ. είδος λειχήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φάσκο]. (II) τὸ, Α δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fascis «δέσμη, δεσμίδα»] …

    Dictionary of Greek

  • 117φάσκωλος — ὁ, ΜΑ μικρός δερμάτινος σάκος ή τσέπη ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία εμφανίζει επίθημα ωλο (πρβλ. εἴδ ωλο ν). Έχει γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί η λ. με την αναγωγή της σε κάποια ΙΕ ρίζα: κατά μία άποψη, σε ρίζα *bhasko «δεσμός …

    Dictionary of Greek

  • 118φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …

    Dictionary of Greek

  • 119φασκίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού τ. δι άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί τού σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 120фашизм — это политическое течение возникло в конце 20 х годов XX века в Италии. В его политической основе лежал культ силы, непререкаемой власти над теми, кто слабей. А в основе слова – латинское пучок, fascis. В Древнем Риме так назывались особым образом …

    Занимательный этимологический словарь