congeria

  • 41μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …

    Dictionary of Greek

  • 42congère — nf., tas de neige amoncelée par le vent (dans un creux, un fossé ou contre un obstacle) : kansîre (Boëge, Saxel), konshîre (Taninges), konzhîre (Albanais.1b), kouchîre (Argentières, Cordon), kwêchére (Doucy Bauges) || KORSÎRE (001a, Annecy, Combe …

    Dictionnaire Français-Savoyard