commĕo
1κομίατον — κομίατον, τὸ (Α) άδεια απουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commeatus «άδεια απουσίας» < ρ. commeo «μεταβαίνω»] …
1κομίατον — κομίατον, τὸ (Α) άδεια απουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commeatus «άδεια απουσίας» < ρ. commeo «μεταβαίνω»] …