anthalium

  • 1μαλιναθάλλη — μαλιναθάλλη, ἡ (Α) είδος αιγυπτιακού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ἀνθάλλιον (πρβλ. λατ. anthalium)] …

    Dictionary of Greek