acyanopsia
1Acyanopsia — vgl. Azyanopsie …
2acyanopsia — n. colour blindness towards blue …
3acianopsia — Eng. Acyanopsia Variedad de acromatopsia que consiste en la ceguera absoluta para el color azul. Acianoblepsia …
4ακυανοψία — Μορφή δυσχρωματοψίας κατά την οποία εκείνοι που πάσχουν από αυτήν δεν έχουν φυσιολογική αντίληψη του κυανού χρώματος. Τα άτομα αυτά αποτελούν το 1% των διχρωματόπων, των ανθρώπων δηλαδή που αναγνωρίζουν μόνο τα δύο από τα τρία βασικά χρώματα. * * …