acratia en

  • 1acratia — n. impotence, inability to sustain an erection, inability to perform sexually (of a male) …

    English contemporary dictionary

  • 2acratia —   n. impotence …

    Dictionary of difficult words

  • 3ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… …

    Dictionary of Greek