1) δίνω (

  • 71Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …

    Википедия

  • 72αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 73αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 74αγαλτέρω — Οικονομικός όρος που προέρχεται από τη βενετσιάνικη φράση dar a galder (= δίνω για επικαρπία). Λέγεται και αγαλτιέρω, αγαλτέρνω και γαλτέρνω. Στη Βενετία χρησιμοποιούσαν και την έκφραση istromento a galder. Η επικαρπία κτήματος δίνεται για… …

    Dictionary of Greek

  • 75αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 …

    Dictionary of Greek

  • 76αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 77αντιδίδωμι — ἀντιδίδωμι (AM) ανταποδίδω αρχ. 1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει 2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις) 3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο …

    Dictionary of Greek

  • 78αποκαλώ — (AM ἀποκαλῶ, έω) 1. ονομάζω, δίνω όνομα 2. δίνω σε κάποιον μια επωνυμία με πρόθεση να τον επαινέσω ή να τον διασύρω αρχ. 1. ανακαλώ από εξορία, καλώ πίσω 2. καλώ ιδιαιτέρως, χωριστά …

    Dictionary of Greek

  • 79απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 80βινώ — βινῶ ( έω) (Α) γαμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ. με όμοιο σχηματισμό προς τα δινώ, κινώ. Υποστηρίχτηκε η σχέση της λ. με τη λ. βία* που δεν αποδεικνύεται όμως ετυμολογικά ή και σημασιολογικά. Η υπόθεση συσχετισμού με το δινώ προσκρούει σε σημασιολογικές… …

    Dictionary of Greek