1) δίνω (

  • 31δίνοις — δίνω thresh out on the pres opt act 2nd sg δί̱νοις , δῖνος whirling masc dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32δίνων — δίνω thresh out on the pres part act masc nom sg δί̱νων , δῖνος whirling masc gen pl δινόω turn with a lathe imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δινόω turn with a lathe imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33ἔδινεν — δίνω thresh out on the imperf ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …

    Dictionary of Greek

  • 35εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… …

    Dictionary of Greek

  • 36αποδίδω — κ. δίνω (AM ἀποδίδωμι, Μ κ. ἀποδίδω) 1. δίνω πίσω, επιστρέφω 2. παραχωρώ σε κάποιον κάτι, του επιτρέπω να κάνει κάτι 3. παραδίνω την ψυχή, πεθαίνω 4. εκτελώ εργασία κατά τρόπο ικανοποιητικό 5. (για κτήμα ή επιχείρηση) αποφέρω κέρδος, παράγω 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 37επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 38παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …

    Dictionary of Greek

  • 39ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 40προσδίδω — προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.) νεοελλ. δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ ών το φέγγος… …

    Dictionary of Greek