1) δίνω (

  • 121προεντέλλομαι — ΜΑ δίνω προηγουμένως εντολή για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»] …

    Dictionary of Greek

  • 122προκατεπαγγέλλομαι — Α δίνω μεγάλες υποσχέσεις εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεπαγγέλλομαι «υπόσχομαι, δίνω μεγάλες υποσχέσεις»] …

    Dictionary of Greek

  • 123προπιπίσκω — Α δίνω σε κάποιον να πιει προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιεί»] …

    Dictionary of Greek

  • 124προσδιεγγυώ — άω, Α δίνω επί πλέον εγγύηση για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διεγγυῶ «δίνω εγγύηση»] …

    Dictionary of Greek

  • 125προσενδαψιλεύομαι — Α δίνω παραπάνω από όσα συμφωνήθηκαν, δίνω ως επίμετρο («δεῑ καὶ τρίτον τῶν φοβερῶν προσενδαψιλεύεσθαι, τὸν λιμόν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐνδαψιλεύομαι «χορηγώ με αφθονία, απλόχερα»] …

    Dictionary of Greek

  • 126προσνεανιεύομαι — Α (αποθ.) 1. καυχώμαι ακόμη μια φορά με νεανική κομπορρημοσύνη 2. δίνω για μια ακόμη φορά τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νεανιεύομαι «συμπεριφέρομαι με τρόπο αλαζονικό, δίνω τολμηρές υποσχέσεις»] …

    Dictionary of Greek

  • 127προσπιπίσκω — Α δίνω σε κάποιον να πιει κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πιπίσκω «δίνω σε κάποιον να πιεί, ποτίζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 128συγκλύω — και αττ. τ. ξυγκλύω Α 1. ακούω προσεκτικά, δίνω προσοχή σε κάτι 2. συμφωνώ, συγκατανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλύω «ακούω, δίνω προσοχή, υπακούω»] …

    Dictionary of Greek