1) δίνω (

  • 111οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …

    Dictionary of Greek

  • 112παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …

    Dictionary of Greek

  • 113παρακελεύομαι — και σπάν. ενεργ. τ. παρακελεύω Α 1. παραγγέλλω, προστάζω, δίνω εντολή σε κάποιον να κάνει κάτι 2. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω 3. εγκαρδιώνω και εγκαρδιώνομαι αμοιβαία, ταυτοχρόνως («θαρσήσαντες καὶ παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῑς ὡς οἱ Λεοντῑνοι… …

    Dictionary of Greek

  • 114παραφρυκτωρώ — έω, Α δίνω μυστικό μήνυμα στον εχθρό με πυρσούς, ειδοποιώ προδοτικά τους εχθρούς με πυρσούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυκτωρῶ «δίνω σήμα με πυρσούς»] …

    Dictionary of Greek

  • 115παραχρηστηριάζω — Α δίνω ψευδείς χρησμούς, απατώ κάποιον δίνοντας σ αυτόν ψευδή χρησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρηστηριάζω «δίνω χρησμό»] …

    Dictionary of Greek

  • 116παρεκδίδωμι — Α 1. δίνω κρυφά σε γάμο, παντρεύω κρυφά 2. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως κύριο όν.) Παρεκδιδομένη τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδίδωμι «δίνω σε γάμο, παντρεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 117παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 118πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 119πλουτοδοτώ — έω, Α [πλουτοδότης] δίνω πλούτη, δίνω περιουσία, αγαθά …

    Dictionary of Greek

  • 120πορφύρω — Α 1. (για τη θάλασσα) φουσκώνω, αναταράζομαι υπόκωφα, χωρίς να σπάνε τα κύματα (α. «ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ», Ομ. Ιλ. β. «ὑπὸ στείρῃσι θάλασσα πορφύρει», Άρατ. γ. «δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για… …

    Dictionary of Greek