1) βιαστικός 2) (
1βιαστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. βιαστικά αυτός που σπεύδει, βιάζεται να ενεργήσει: Πες μου γρήγορα τι θέλεις γιατί είμαι πολύ βιαστικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2βιαστικός — forcible masc nom sg …
3βιαστικός — ή, ό (Μ βιαστικός, ή, όν) [βιάζομαι] καταναγκαστικός, τυραννικός μσν. νεοελλ. αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδή νεοελλ. εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορα αρχ. ισχυρός, βίαιος …
4βιαστικά — βιαστικός forcible neut nom/voc/acc pl βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc/acc dual βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5βιαστικώτερον — βιαστικός forcible adverbial comp βιαστικός forcible masc acc comp sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc comp sg …
6βιαστικόν — βιαστικός forcible masc acc sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc sg …
7βιαστικώτατα — βιαστικός forcible adverbial superl βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl pl …
8βιαστικώτατον — βιαστικός forcible masc acc superl sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl sg …
9βιαστικαῖς — βιαστικός forcible fem dat pl …
10βιαστικοῦ — βιαστικός forcible masc/neut gen sg …