ῶπις
1Ὦπις — fem nom sg Ὦπις fem nom sg …
2-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις …
3Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …
4ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …
5ὦπις — ὄπις , ὄπις the vengeance fem nom sg …
6Ὦπι — Ὦπις fem voc sg Ὦπις fem voc sg Ὦψ fem dat sg …
7Ὦπιν — Ὦπις fem acc sg Ὦπις fem acc sg …
8Ὤπεσσιν — Ὦπις fem dat pl (epic) Ὦψ fem dat pl (epic aeolic) …
9Ὤπιδι — Ὦπις fem dat sg …
10Ὤπιος — Ὦπις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …