ῥῡσί-πονος
1ρυσίπονος — ον, Α αυτός που ελευθερώνει, που ανακουφίζει από τους κόπους, από τις ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + πονος (< πόνος «κόπος»), πρβλ. παυσί πονος] …