ῥῑπή
1ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …
2ριπή — η ρίξιμο, βολή: Ακούστηκαν ριπές αυτομάτων· φρ., «εν ριπή οφθαλμού», στη στιγμή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ῥιπῇ — ῥῑπῇ , ῥίπτω throw aor subj pass 3rd sg ῥῑπῇ , ῥιπή swing fem dat sg (attic epic ionic) …
4ῥιπή — ῥῑπή , ῥιπή swing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ῥίπη — ῥί̱πη , ῥίπτω throw aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥί̱πη , ῥῖπος mat neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6Ripe (Grecia) — Ρίπη Ripe Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma griego …
7мьгновениѥ — МЬГНОВЕНИ|Ѥ (14), ˫А с. Мгновение: [дьявол] ˫ави(т) ти въ едино(м) мьгновеньи всѧ цр(с)тва. и въспроси(т) поклонень˫а. (ἐν μιᾶς καιροῦ) ГБ XIV, 29б; скорость же молни˫а то˫а изрѧдъна ѥсть. ˫ако во омъгновениi [в др. сп. въ мегновении] нѣкую часть …
8ρίπημα — ήματος, τὸ, Α η ριπή, η ορμητική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ῥιπή, κατά τα ουδ. σε ημα από συνηρημένα ρ. σε ῶ / άω] …
9ριπίζω — (I) ῥιπίζω, ΝΜΑ [ῥιπή] 1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ 2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω νεοελλ. εξάπτω, εξερεθίζω αρχ. 1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.) 2. (το παθ.) ῥιπίζομαι α) τρέμω β) μέ… …
10Ρίπαι — αἱ, Α μυθική οροσειρά στον Βορρά, τα Ριπαία Όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιπή «ορμή, δύναμη» (< ῥίπτω) με την έννοια ότι από το μέρος αυτό ξεκινά ο Βορράς, που είναι ο πιο ισχυρός άνεμος …