ῥᾳστώνη
11ῥᾳστώνην — ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc sg (attic epic ionic) …
12ῥᾳστώνης — ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (attic epic ionic) ῥᾳστωνέω grow easy imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
13ραστωνεύω — Α [ῥᾳστώνη] ζω με ραστώνη, ραθυμώ, απρακτώ …
14ῥᾳστώνας — ῥᾳστώνᾱς , ῥᾳστώνη easiness of doing fem acc pl ῥᾳστώνᾱς , ῥᾳστώνη easiness of doing fem gen sg (doric aeolic) …
15καταρραστωνεύω — καταρρᾳστωνεύω (Α) είμαι τελείως αδρανής, δεν κοπιάζω καθόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥαστωνεύω (< ῥαστώνη «ανακούφιση, ευκολία»)] …
16ραθάμη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥαστώνη, ῥᾳθυμία» …
17ραστωνώ — έω, Α [ῥᾳστώνη] (για ασθενείς) βελτιώνεται η κατάστασή μου, αρχίζει η ύφεση τής νόσου …
18ραστώνευσις — εύσεως, ἡ, Α [ῥᾳστωνεύω] η ραστώνη …
19ρηστώνη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. ραστώνη …
20ԴԻՒՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0636 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. εὑχέρια, εὑκόλια facilitas եւն. Դիւրին գոլն. ... *Վասն դիւրութեանն (ա տառի ի հնչման). զօրէն մոմոյ ձեւանալով ի բազում իրս. Փիլ. լին. ՟Գ. 43: *Տե՛ս թէ զիա՛րդ… …