ῥᾳθυμίη
1ῥαθυμίῃ — ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (epic ionic) …
2ῥᾳθυμίη — ῥᾳθῡμίη , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (epic ionic) …
3ῥᾳθυμίῃ — ῥᾳθῡμίῃ , ῥᾳθυμία fem dat sg (epic ionic) …
4μισοπονία — μισοπονία, ἡ (Α) [μισόπονος] αποστροφή προς την εργασία («ἀμαθίῃ καὶ ῥαθυμίῃ καὶ προσέτι μισοπονίῃ», Λουκιαν.) …