ῥᾳθυμία
1ῥαθυμία — ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc/acc dual ῥαθυμίᾱ , ῥαθυμία easiness of temper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ῥαθυμίᾳ — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ραθυμία — η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α [ράθυμος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια νεοελλ. 1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη 2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά αρχ. 1. η… …
4ῥᾳθυμία — ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc/acc dual ῥᾳθῡμίᾱ , ῥᾳθυμία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ῥᾳθυμίᾳ — ῥᾳθῡμίαι , ῥᾳθυμία fem nom/voc pl ῥᾳθῡμίᾱͅ , ῥᾳθυμία fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ραθυμία — η οκνηρία, νωθρότητα: Στο χωριό μιλούσαν όλοι για τη ραθυμία της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ῥαθυμίας — ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem acc pl ῥαθυμίᾱς , ῥαθυμία easiness of temper fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ῥαθυμίαι — ῥαθυμίᾱͅ , ῥαθυμία easiness of temper fem dat sg (attic doric aeolic) …
9ῥαθυμίαν — ῥαθυμίᾱν , ῥαθυμία easiness of temper fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ῥαθυμίαις — ῥαθυμία easiness of temper fem dat pl …