ῥώμη
1ῥώμη — bodily strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ῥώμῃ — ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …
3ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …
4Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …
5ρώμη — η σωματική δύναμη, ευρωστία, και σε επέκταση ψυχική δύναμη, θάρρος: Στην περίσταση εκείνη έδειξε σημαντική ψυχική ρώμη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ῥώμηι — ῥώμῃ , ῥώμη bodily strength fem dat sg (attic epic ionic) …
7Μπρουμίδης, Κωνσταντίνος — (Ρώμη 1806 – Ουάσινγκτον 1880). Έλληνας ζωγράφος από Ιταλίδα μητέρα. Ο πατέρας του έφυγε από τα Φιλιατρά και πήγε στην Ιταλία για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο Μ. σπούδαζε ζωγραφική στην Ιταλία αλλά ταυτόχρονα πήρε μέρος στις εκεί… …
8ῥώμαις — ῥώμη bodily strength fem dat pl …
9ῥώμην — ῥώμη bodily strength fem acc sg (attic epic ionic) …
10ῥώμης — ῥώμη bodily strength fem gen sg (attic epic ionic) …