ῥύσει

  • 1ῥύσει — ῥύ̱σει , ῥύομαι se sru fut ind mid 2nd sg ῥύσις flow fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥύσεϊ , ῥύσις flow fem dat sg (epic) ῥύσις flow fem dat sg (attic ionic) ῥύ̱σει , ῥῦσις deliverance fem nom/voc/acc dual (attic epic) ῥύ̱σεϊ , ῥῦσις… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χέραδος — άδους και άδεος, τὸ, Α 1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».… …

    Dictionary of Greek