ῥύδην

  • 1ῥύδην — flowingly indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ρύδην — (I) Α επίρρ. με ορμητική ροή, με ζωηρή κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυξ τού ῥέω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)]. (II) Α επίρρ. βλ. ῥύβδην …

    Dictionary of Greek

  • 3ρυβδώ — έω, Α καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί εκφραστικό τ. τού ῥυφῶ (βλ. λ. ρουφώ) και έχει σχηματιστεί κατ επίδραση τής λ. ῥοῖβδος* «ορμητική κίνηση». Το ρ. εμφανίζει και το επίρρ. ῥύβδην, το οποίο παραδίδεται και με τις γρφ. ῥοίβδην και ῥύδην.… …

    Dictionary of Greek

  • 4ρύβδην — και ῥοίβδην και ῥύδην Α επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 5sreu- —     sreu     English meaning: to flow     Deutsche Übersetzung: “fließen”     Material: O.Ind. srávati “ flows “ (= Gk. ῥέω), srava m. “das Fließen” (= Gk. ῥόος, O.C.S. ostrovъ), giri sravü “Bergstrom” (= Gk. ῥοή, Lith. sravà), srutá flowing,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary