1ῥόπτον — operating table neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ρόπτον — τὸ, Α χειρουργικό τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπτρον, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ ] …
Dictionary of Greek
3ροπτίον — τὸ, Α [ῥόπτον] (κατά τον Ησύχ.) «κλειδίον» …
Dictionary of Greek