ῥίμφα

  • 1ῥίμφα — lightly indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ρίμφα — Α επίρρ. εύκολα, ελαφρά, γρήγορα (α. «βέβακεν ῥίμφα», Αισχύλ. β. «ῥίμφα ἑ γοῡνα φέρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ., το οποίο εμφανίζει επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. σάφ α, τάχ α). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, παραμένει αμφίβολη, το… …

    Dictionary of Greek

  • 3ῥίμφ' — ῥίμφα , ῥίμφα lightly indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …

    Dictionary of Greek

  • 5ριμφάρματος — ον, Α αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα (α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ. β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, ατος (πρβλ. χρυσ άρματος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6ριμφαλέος — α, ον, Α ελαφρός, ευκίνητος, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, οτρ αλέος)] …

    Dictionary of Greek

  • 7τρωχώ — άω, Α (επικ. τ.) καλπάζω («ἵπποι ῥίμφα μάλα τρωχῶσι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. τ. ενεστ. σχηματισμένος από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέχω (πρβλ. νωμῶ: νέμω, στρωφῶ: στρέφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 8u̯er-3: E. u̯er-ĝh- (*su̯erĝʷh-) —     u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh )     English meaning: to turn, press, strangle     Deutsche Übersetzung: “drehen, einengen, wũrgen, pressen”     Note: nasalized u̯renĝh Root u̯er 3: E. u̯er ĝh (*su̯erĝʷh ): “to turn, press, strangle”… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary