ῥίζῃς
1ῥίζης — ῥίζα root fem gen sg (attic epic ionic) …
2ῥίζῃς — ῥίζα root fem dat pl (epic) …
3Иерапетра (дим) — Дим Иерапетра расположен на юге нома Ласити, на острове Крит. Главный город – Иерапетра, расположенный на побережье Ливийского моря, в заливе Мирабелон. Согласно переписи 2001 года в диме проживало 23 707 жителей, а площадь составила 394,774… …
4PISAEUS Jupiter — dicebatur simulacrum Iovis apud Pisatas culti. quod ex ebore a Phidia factum, inter VII. Veterum miracula locum habuit. Πίσης Σῆνα, Pisae Iovem vocat Philo apud Galenum in descri. medicamenti sui anodyni, quod ab ipso Φιλώνειον dictum est:… …
5κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …
6καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) …
7λιπομορία — λιπομορία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δένδρον τὸ ἐκ τοῡ θωρακίου κατεαγός, ἐκ δὲ τῆς ρίζης φέρον βλαστούς» …
8περιορύσσω — και περιορύττω Α [ορύσσω] 1. ορύσσω, σκάβω λάκκο γύρω από κάτι («ῥίζης περιορυχθείσης», Διοσκ.) 2. κάνω εκσκαφή, αφαιρώ γύρω γύρω («τοὺς λίθους περιορυττόντων καὶ μεθιστάντων», Πλούτ.) …
9προστατικός — ή, ό / προστατικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αδένα προστάτη («προστατικό υγρό») 2. το αρσ. ως ουσ. ο προστατικός αυτός που πάσχει από νόσο τού προστάτη 3. φρ. «προστατική μοίρα ουρήθρας» το αρχικό τμήμα τής ανδρικής …
10προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… …
- 1
- 2