ῥήν
1ῥήν — sheep fem nom/voc sg …
2ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… …
3ῥῆν — ῥέω flow pres inf act (epic doric) …
4ῥηνός — ῥήν sheep fem gen sg ῥήν sheep fem nom sg …
5ῥηνῷ — ῥήν sheep fem dat sg …
6ῥῆνες — ῥήν sheep fem nom/voc pl …
7ῥήνεσσιν — ῥήν sheep fem dat pl (epic aeolic) …
8φυρῆν — φῠρῆν , φύρω mix fut inf act (epic doric) φῡ̱ρῆν , φυράω mixing pres inf act (doric ionic) φῡ̱ρῆν , φυράω mixing pres inf act (epic doric ionic) …
9AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in …
10ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …