ῥάχος
1ῥᾶχος — neut nom/voc/acc sg ῥαχός thorn hedge masc nom sg …
2ράχος — (I) ο / ῥάχος, ΝΜΑ, και ῥᾱχος, ή, και ῥαχός, ή, και ιων. τ. ῥηχός, ἡ, ΜΑ ακανθώδης θάμνος μσν. αρχ. 1. φράχτης από αγκαθωτά κλαδιά 2. κλαδιά και φύλλα κατάλληλα για την κατασκευή σαμαριών αρχ. 1. η βέργα τού αμπελιού που χρησιμοποιείται για… …
3ραχός — ἡ, ΜΑ·Βλ. ράχος …
4ῥήχη — ῥᾶχος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) ῥᾶχος neut nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …
5ῥηχῷ — ῥαχός thorn hedge fem dat sg (ionic) …
6ῥᾶχοι — ῥαχός thorn hedge masc nom/voc pl …
7ῥῆχος — ῥᾶχος neut nom/voc/acc sg (ionic) …
8ῥήχιος — ῥᾶχος neut gen sg (doric ionic) …
9ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …
10ῥαχῶν — ῥάχας wooded ridge masc gen pl ῥάχη fem gen pl ῥᾱχῶν , ῥᾶχος neut gen pl (attic epic doric) ῥᾱχῶν , ῥαχός thorn hedge fem gen pl ῥᾱχῶν , ῥαχός thorn hedge masc gen pl ῥαχόω cover with wattle work pres part act masc voc sg (doric aeolic) ῥαχόω… …