ῥάμφει
1ῥάμφει — ῥάμφος crooked beak neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥάμφεϊ , ῥάμφος crooked beak neut dat sg (epic ionic) ῥάμφος crooked beak neut dat sg …
2κανθώδης — κανθώδης, ες (Α) [κανθός] κυρτός, καμπύλος («ῥάμφει κανθώδει», Καλλ.) …
3υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] …