ῥύφημα

  • 1ρύφημα — ήματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. ρόφημα …

    Dictionary of Greek

  • 2ρόφημα — το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [ῥοφῶ / ῥυφῶ] νεοελλ. ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι μσν. ρουφηξιά, γουλιά κρασιού μσν. αρχ. ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή· …

    Dictionary of Greek

  • 3srebh-, sr̥bh- and serbh- (*ghreb-) —     srebh , sr̥bh and serbh (*ghreb )     English meaning: to sip, swallow     Deutsche Übersetzung: ‘schlũrfen”     Material: Arm. arbi (*sr̥bh ) “I trank”, arb “Zechgelage”; Gk. ῥοφέω (Ion. ῥυφέω) ‘schlũrfe” (also ῥόφειν EM.), ῥοπτός… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary