ῥύμβος
1ρύμβος — ο / ῥύμβος, ΝΑ βλ. ρόμβος …
2ῥύμβος — ῥόμβος bull roarer masc nom sg ῥύμβος bull roarer masc nom sg …
3ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… …
4ρομβίον — και ῥυμβίον, τὸ, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] μικρός ρόμβος …
5ρομβώ — (I) και ῥυμβῶ, έω, Α [ῥόμβος / ῥύμβος] περιστρέφω. (II) όω, Α [ῥόμβος] δίνω σε κάτι το σχήμα ρόμβου …
6ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… …
7ρυμβών — όνος, ἡ, Α (για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα ών, όνος (πρβλ. ἀγκ ών)] …
8ῥύμβε — ῥόμβος bull roarer masc voc sg ῥύμβος bull roarer masc voc sg …
9ῥύμβον — ῥόμβος bull roarer masc acc sg ῥύμβος bull roarer masc acc sg …
10ῥύμβωι — ῥύμβῳ , ῥόμβος bull roarer masc dat sg ῥύμβῳ , ῥύμβος bull roarer masc dat sg …
- 1
- 2