ῥωχμός
1ῥωχμός — cleft masc nom sg …
2ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …
3ῥωχμοῖο — ῥωχμός cleft masc gen sg (epic) …
4ῥωχμοῖς — ῥωχμός cleft masc dat pl …
5ῥωχμοί — ῥωχμός cleft masc nom/voc pl …
6ῥωχμοῦ — ῥωχμός cleft masc gen sg …
7ῥωχμούς — ῥωχμός cleft masc acc pl …
8ῥωχμῷ — ῥωχμός cleft masc dat sg …
9ῥωχμόν — ῥωχμός cleft masc acc sg …
10ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …
- 1
- 2