1ῥυήσομαι — ῥέω flow fut ind pass 1st sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2επιρρυώ — ἐπιρρυῶ, έω (Α) ρέω άφθονα, πλημμυρίζω, ξεχειλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θ. ρυ (πρβλ. ρυήσομαι, ερρύην) τού ρέω] …
Dictionary of Greek