ῥυσμός

  • 1ρυσμός — ὁ, Α ιων. τ. βλ. ρυθμός …

    Dictionary of Greek

  • 2ῥυσμός — ῥυθμός any regular recurring motion masc nom sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ДЕМОКРИТ — (Demokritos) из Абдеры во Фракии (ок. 470 или 460 360 е гг. до н.э.) др. греч. философ, основоположник атомистического учения. Автор более 70 сочинений по этике, физике, математике, языку и литературе, различным прикладным наукам, в т.ч. медицине …

    Философская энциклопедия

  • 4ДЕМОКРИТ —     ДЕМОКРИТ (Δημόκριτος) из Абдеры (ок. 460/457 ок. 360 до н. э.), греческий философ, основоположник атомистического учения.     Жизнь и сочинения. Родился в г. Абдера во Фракии. Дата рождения философа уже в Античности была спорным вопросом:… …

    Античная философия

  • 5αμειψιρρυσμία — ἀμειψιρρυσμία, η (Α) μεταβολή ρυθμού, σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμειψίρρυσμος (πρβλ. και τ. ὁμόρρυσμος) < ἀμειψι * + ῥυσμὸς «ρυθμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 6αμειψιρρυσμώ — ἀμειψιρρυσμῶ ( έω) (Α) αλλάζω σχήμα, μεταμορφώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμειψίρρυσμος < ἀμειψι * + ῥυσμὸς «ρυθμός»] …

    Dictionary of Greek

  • 7επιρρύσμιος — ἐπιρρύσμιος, η, ον (Α) 1. αυτός που χύνεται, που ρέει κάπου 2. συμπτωματικός, τυχαίος («ἐτεῇ οὐδὲν ἴσμεν περὶ οὐδενός, ἀλλ’ ἐπιρρυσμίη ἑκάστοισιν ἡ δόξις», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρυσμός, ιων. τ. αντί ρυθμός, που συνδέεται πιθ. με το ρέω] …

    Dictionary of Greek

  • 8ομοιόρρυσμος — ὁμοιόρρυσμος, ον (Α) 1. (ιων. προφ.) ομοιόρρυθμος 2. ομοιογενής, τού ίδιου γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ῥυσμός, άλλος τ. τού ρυθμός*] …

    Dictionary of Greek

  • 9ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …

    Dictionary of Greek

  • 10ρυθμώ — (I) όω και μέσ. ιων. τ. ῥυσμοῡμαι, όομαι, Α [ῥυθμός / ῥυσμός] 1. ρυθμίζω, βάζω κάτι σε ρυθμό 2. παθ. ῥυθμοῡμαι, όομαι σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι σύμφωνα με ορισμένο τύπο. (II) έω, Α [ῥυθμός] 1. πιθ. ρυθμίζω 2. καθορίζω ποινή …

    Dictionary of Greek