ῥυσίων ἐφάπτορες

  • 1εφάπτωρ — ἐφάπτωρ, ὁ, ἡ (Α) [εφάπτομαι] 1. αυτός που πιάνει, που αγγίζει κάτι («ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες», Αισχύλ.) 2. αυτός που κτυπά ή χαϊδεύει («γενοῡ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῡς», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek