ῥυπαρός
1ῥυπαρός — filthy masc nom sg …
2ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 …
3ρυπαρός — ή, ό 1. ακάθαρτος, βρόμικος: Είχε πια συνηθίσει να είναι ρυπαρός και να βλέπει και τους άλλους στην ίδια κατάσταση. 2. αισχρός, κακοήθης: Κάτω από την ευγένεια κρυβόταν μια ρυπαρή ψυχή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥυπαρά — ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc pl ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc/acc dual ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ῥυπαρώτερον — ῥυπαρός filthy adverbial comp ῥυπαρός filthy masc acc comp sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc comp sg …
6ῥυπαρωτάτων — ῥυπαρός filthy fem gen superl pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen superl pl …
7ῥυπαρωτέρων — ῥυπαρός filthy fem gen comp pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen comp pl …
8ῥυπαρῶν — ῥυπαρός filthy fem gen pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen pl …
9ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg …
10ῥυπαρώτατα — ῥυπαρός filthy adverbial superl ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl pl …