ῥυθμ-ικός

  • 1κασωρικός — κασωρικός. ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πορνείο, σε χαμαιτυπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασωρίς + κατάλ. ικός (πρβλ. πολεμ ικός, ρυθμ ικός)] …

    Dictionary of Greek