ῥυαδικός
1ρυαδικός — ή, όν, Α [ῥυάς, άδος] 1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια 2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων 3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών …
2ῥυαδικῶν — ῥυαδικός like diarrhoea fem gen pl ῥυαδικός like diarrhoea masc/neut gen pl …
3ῥυαδικόν — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc sg ῥυαδικός like diarrhoea neut nom/voc/acc sg …
4ῥυαδικοί — ῥυαδικός like diarrhoea masc nom/voc pl …
5ῥυαδικούς — ῥυαδικός like diarrhoea masc acc pl …