ῥοΐδιον
1ῥοίδιον — small pomegranate neut nom/voc/acc sg …
2ροΐδιον — και ροΐδιν, τὸ, Μ βλ. ρόδι …
3ῥοιδίου — ῥοίδιον small pomegranate neut gen sg …
4ῥοιδίων — ῥοίδιον small pomegranate neut gen pl …
5ῥοιδίῳ — ῥοίδιον small pomegranate neut dat sg …
6ῥοίδια — ῥοίδιον small pomegranate neut nom/voc/acc pl …
7ρόδι — το / ῥοΐδιον, ΝΜΑ, και ρόιδι και ρόιδο και ρούδι Ν, και ῥοΐδιν Μ ο εδώδιμος καρπός της ροδιάς νεοελλ. φρ. «τά κανα ρόιδο» τά έκανα μούσκεμα, απέτυχα οικτρά, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλων ίδιον). Ο νεοελλ. τ.… …
8υποκοριστικός — ή, ό / ὑποκοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποκορίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό (ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό …