1ῥούδιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ρούδιον — τὸ, Α (κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ῥοείδιον*] …
Dictionary of Greek
3ῥούδια — ῥούδιον neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
4ρούδι — το / ῥούδιον, ΝΑ [ῥούς (ΙΙ)] κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Rhus coriaria τού γένους ρους …
Dictionary of Greek