ῥοχμός

  • 1ροχμός — ὁ, Α βλ. ρωχμός (ΙΙ) …

    Dictionary of Greek

  • 2ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek