ῥοδόεν

  • 1ῥοδόεν — ῥοδόεις of roses masc voc sg ῥοδόεις of roses neut nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ροδόεις — εσσα, εν, Α 1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.) 4. εκείνος που… …

    Dictionary of Greek