ῥινᾷ
1ῥίνα — ῥί̱νᾱ , ῥίνη file fem nom/voc/acc dual ῥί̱νᾱ , ῥίνη file fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥί̱νᾱ , ῥῖνα fem nom/voc/acc dual ῥί̱νᾱ , ῥῖνα fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥί̱νᾱ , ῥινάω lead by the nose pres imperat act 2nd sg ῥί̱νᾱ , ῥινάω lead by …
2ρίνα — η / ῥίνα, ΝΜΑ ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού ψαριού Squatina squatina, γνωστού με την, επίσης κοινή σήμερα, ονομασία άγγελος τής θάλλασσας …
3ρίνα — η το ψάρι ρίνη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥινᾷ — ῥῑνᾷ , ῥινάω lead by the nose pres subj mp 2nd sg ῥῑνᾷ , ῥινάω lead by the nose pres ind mp 2nd sg (epic) ῥῑνᾷ , ῥινάω lead by the nose pres subj act 3rd sg ῥῑνᾷ , ῥινάω lead by the nose pres ind act 3rd sg (epic) …
5ῥινά — ῥῑνά , ῥινόν hide neut nom/voc/acc pl …
6ῥῖνα — ῥίς nose fem acc sg …
7μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …
8ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… …
9ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …
10πυρίνας — πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πυρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem acc pl πῡρίνᾱς , πύρινος of fire fem gen sg (doric aeolic) πυρίνᾱς , πυρίνη fem acc pl πυρίνᾱς , πυρίνη fem gen sg… …