ῥινόβολος
1ρινοβόλος — ον, Α (για οσμή) αυτός που χτυπάει στη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σφυρο βόλος] …
2ρινόβολος — ον, Α (για ήχο) αυτός που βγαίνει από τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ηλιό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …
3ῥινοβόλους — ῥῑνοβόλους , ῥινόβολος striking the nose masc/fem acc pl ῥινοβόλος striking the nose masc/fem acc pl …
4ῥινοβόλῳ — ῥῑνοβόλῳ , ῥινόβολος striking the nose masc/fem/neut dat sg ῥινοβόλος striking the nose masc/fem/neut dat sg …
5ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …