ῥηΐτατα
1ῥηίτατα — ῥηΐτατα , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc pl …
2ῥηίτατ' — ῥηΐτατα , ῥᾴδιος easy neut nom/voc/acc pl ῥηΐτατε , ῥᾴδιος easy masc voc sg ῥηΐταται , ῥᾴδιος easy fem nom/voc pl …
3ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… …