ῥητός
1ῥητός — stated masc nom sg …
2ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …
3ρητός — ή, ό επίρρ. ά σαφής, ορισμένος, κατηγορηματικός: Γι΄ αυτή την περίπτωση υπάρχει στο συμβόλαιο ρητός όρος. – Του δήλωσα ρητά ότι δε θα του στείλω άλλα χρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥητά — ῥητός stated neut nom/voc/acc pl ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc/acc dual ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ῥητότερον — ῥητός stated adverbial comp ῥητός stated masc acc comp sg ῥητός stated neut nom/voc/acc comp sg …
6ῥητῶν — ῥητός stated fem gen pl ῥητός stated masc/neut gen pl …
7ῥητόν — ῥητός stated masc acc sg ῥητός stated neut nom/voc/acc sg …
8ῥητότατα — ῥητός stated adverbial superl ῥητός stated neut nom/voc/acc superl pl …
9ῥηταῖς — ῥητός stated fem dat pl …
10ῥηταί — ῥητός stated fem nom/voc pl …