ῥητορικός
1ῥητορικός — oratorical masc nom sg …
2ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …
3ρητορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει να κάνει με το ρήτορα ή τη ρητορεία: Οι ρητορικοί λόγοι δε συνηθίζονται πια σήμερα· το θηλ. ως ουσ., ρητορική, η η τέχνη να ρητορεύει κανείς: Η ρητορική καλλιεργήθηκε στην αρχαία Αθήνα στα χρόνια της δημοκρατίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥητορικά — ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc pl ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc/acc dual ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ῥητορικώτερον — ῥητορικός oratorical adverbial comp ῥητορικός oratorical masc acc comp sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc comp sg …
6ῥητορικῶν — ῥητορικός oratorical fem gen pl ῥητορικός oratorical masc/neut gen pl …
7ῥητορικόν — ῥητορικός oratorical masc acc sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc sg …
8ῥητορικώτατα — ῥητορικός oratorical adverbial superl ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl pl …
9ῥητορικώτατον — ῥητορικός oratorical masc acc superl sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl sg …
10ῥητορικαῖς — ῥητορικός oratorical fem dat pl …