ῥηξήνωρ
1ῥηξήνωρ — breaking armed ranks masc nom sg …
2ρηξήνωρ — ορος, ό, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να διασπά τις τάξεις τών εχθρικών στρατευμάτων 2. (κατ επέκτ.) ορμητικός 3. (στον Όμ. ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) γενναίος, ανδρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι (βλ. λ. ῥήγνυμι) + ήνωρ (< ἀνήρ) με έκταση λόγω …
3ῥηξήνορα — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc acc sg …
4ῥηξήνορας — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc acc pl …
5ῥηξήνορες — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc nom/voc pl …
6ῥηξήνορι — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc dat sg …
7ῥηξήνορος — ῥηξήνωρ breaking armed ranks masc gen sg …
8Рексенор — (др. греч. ῥηξήνωρ «прорывающий ряды мужей») – имя персонажей древнегреческой мифологии: Рексенор (отец Халкиопы). Тесть Эгея. Рексенор (брат Алкиноя). Упомянут в «Одиссее». Рексенор (спутник Диомеда) …
9άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …
10ρηξηνορίη — και ῥηξινορία, ή, Α [ῥηξήνωρ, ορος] η ορμητικότητα …