ῥηματικός
1ῥηματικός — of masc nom sg …
2ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …
3ρηματικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται προφορικά (αντίθ. γραπτός):Ρηματική διακοίνωση του πρεσβευτή της Αγγλίας. 2. (γραμμ.) αυτός που παράγεται από ρήμα: Το «γραφτός, ή, ό» είναι ρηματικό επίθετο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥηματικά — ῥηματικός of neut nom/voc/acc pl ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc/acc dual ῥηματικά̱ , ῥηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ῥηματικῶν — ῥηματικός of fem gen pl ῥηματικός of masc/neut gen pl …
6ῥηματικόν — ῥηματικός of masc acc sg ῥηματικός of neut nom/voc/acc sg …
7ῥηματικαῖς — ῥηματικός of fem dat pl …
8ῥηματικοῖς — ῥηματικός of masc/neut dat pl …
9ῥηματικοῦ — ῥηματικός of masc/neut gen sg …
10ῥηματικούς — ῥηματικός of masc acc pl …