ῥηγμῖνες
1ῥηγμῖνες — ῥηγμίν Wiener Sitzb. masc nom/voc pl …
2ρηγμίν — και ῥηγμίς, ῑνος, ή, Α 1. τόπος όπου προσκρούει και παλινδρομεί το κύμα, η ακτή («κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῑνα βαθεῑαν τύπτετε», Ομ. Οδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμῑνες τὰ ἀπορρήγματα τῆς πέτρας» 3. φρ. «ῥηγμὶν βίοιο» το τέλος τής ζωής, ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ …